- κενογάμιον
- κενογάμιον [ᾰ], τό, ([etym.] γάμος)A empty, unreal marriage, coined after κενοτάφιον by Ach.Tat.5.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενογάμιον — κενογάμιον, τὸ (Α) γάμος που τελείται χωρίς εμφάνιση, χωρίς ύπαρξη προσώπων («κενοτάφιον μὲν γὰρ εἶδον, κενογάμιον δὲ οὔ», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κεν(ο) * + γάμιον (< γάμιος < γάμος), πρβλ. κακο γάμιον, οψι γάμιον] … Dictionary of Greek
κενογάμιον — empty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek